- μαιευτικῶς
- μαιευτικόςskilled in midwiferyadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαιευτικός — ή, ό (Α μαιευτικός, ή, όν) [μαιεύομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη») 2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» οι διάλογοι τού Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις,… … Dictionary of Greek